βαράθρωση

βαράθρωση
η
1. η πτώση σε βάραθρο
2. η καταστροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαραθρώ. Η λ. βαράθρωσις μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Άστυ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βαράθρωση — η καταστροφή, αφανισμός: Η άσωτη ζωή του οδήγησε στη βαράθρωση της περιουσίας του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”